περίδακρυς

περίδακρυς
περίδακρυς, υ,
A tearful gloss on ἀμφιδάκρυτος, Sch.E.Ph.330.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • περίδακρυς — υ, ΝΑ γεμάτος δάκρυα, αυτός που κλαίει πάρα πολύ και χύνει πικρά δάκρυα, δακρύβρεκτος. [ΕΤΥΜΟΛ. < περι * + δάκρυ] …   Dictionary of Greek

  • δάκρυ — Υγρό διαφανές των δακρυϊκών αδένων, αντίδρασης αλκαλικής, το οποίο χρησιμεύει για την ύγρανση του βολβού του οφθαλμού και την απομάκρυνση ξένων σωμάτων. Το δ. περιέχει νερό και ανόργανες ουσίες, κυρίως χλωριούχο νάτριο και μαγνήσιο, θειούχο και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”